ντοματόζουμο κ. τοματόζουμο, το, ουσ. [<ντομάτα + ζουμί], το ντοματόζουμο· (ειρωνικά) το αίμα και ιδίως εύχρ. στη φρ. τον πήραν τα ντοματόζουμα, μάτωσε: «έφαγε μια γροθιά στη μύτη και τον πήραν τα ντοματόζουμα». Από την εικόνα του ντοματόζουμου που έχει κόκκινο χρώμα όπως και το αίμα.